θυτικός

θυτικός
θῠτ-ικός, ή, όν,
A of or for sacrifice,

μαχαιρίδιον Luc.Pisc.45

: ἡ -κή (sc. τέχνη), the art of the diviner, Ph.2.221, Onos.10.28, Ath.14.659d, Hdn.8.3.7, Porph.Abst.2.53; τὸ θ. Placit.5.1.3; θ. μαντεία Sch. rec.A.Pr.496.
II given to sacrificing, Str.3.3.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θυτικός — θυτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θυσία ή είναι χρήσιμος για τη θυσία 2. αυτός που επιδίδεται σε θυσίες 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ θυτική (ενν. τέχνη) η μαντική, η τέχνη τού ιεροσκόπου, τού μάντη 4. φρ. «θυτική μαντεία» η μαντεία… …   Dictionary of Greek

  • θυτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυτικά — θυτικός of neut nom/voc/acc pl θυτικά̱ , θυτικός of fem nom/voc/acc dual θυτικά̱ , θυτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυτικῶν — θυτικός of fem gen pl θυτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυτικόν — θυτικός of masc acc sg θυτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυτικαί — θυτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυτικοῖς — θυτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυτικοί — θυτικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυτικοῦ — θυτικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυτικῆς — θυτικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυτικῇ — θυτικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”